κατήφεια

Count: 26

NOM.SG FEM κατήφεια NOUN dejection, sorrow, shame

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήφεια ACC.PL NEUT κατήφεια NOUN 2
κατήφεια NOM.DU FEM κατήφεια NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

κατηφείη NOM.SG FEM κατήφεια NOUN 4
κατήφειά NOM.SG FEM κατήφεια NOUN 2
Κατήφεια NOM.SG FEM κατήφεια NOUN 1