ἐκκλησιαστικὸς

Count: 27

NOM.SG MASC ἐκκλησιαστικός ADJ of or for the ἐκκλησία, assembly

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐκκλησιαστικὸς PRF ACT NOM.SG NEUT PTCP ἐκκλησιαστικός VERB 1

Other Forms With Same Analysis

Ἐκκλησιαστικὸς NOM.SG MASC ἐκκλησιαστικός ADJ 5
Ἐκκλησιαστικός NOM.SG MASC ἐκκλησιαστικός ADJ 1
ἐκκλησιαστικός NOM.SG MASC ἐκκλησιαστικός ADJ 1