διαιρετὴ

Count: 27

NOM.SG FEM διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετὴ NOM.SG FEM διαιρετός ADJ 8

Other Forms With Same Analysis

διαιρετή NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 24
διαιρετὰ NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 7
διαιρετὸς NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 1
Διαιρετὴ NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 1