φυλακτήρια

Count: 27

ACC.PL NEUT φυλακτήριον NOUN a guarded post, a fort

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φυλακτήρια NOM.PL NEUT φυλακτήριον NOUN 5
φυλακτήρια ACC.PL NEUT φυλακτήριον ADJ 1
φυλακτήρια NOM.PL NEUT φυλακτήριον ADJ 1
φυλακτήρια ACC.PL NEUT φυλακτήριum NOUN 1