λυγμὸς

Count: 27

NOM.SG MASC λυγμός NOUN hiccups, retching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

λυγμός NOM.SG MASC λυγμός NOUN 8
λυγμόϲ NOM.SG MASC λυγμός NOUN 5
Λυγμόϲ NOM.SG MASC λυγμός NOUN 1
Λυγμὸς NOM.SG MASC λυγμός NOUN 1
λυγμὸϲ NOM.SG MASC λυγμός NOUN 1