κατηγόρου

Count: 28

GEN.SG MASC κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατηγόρου GEN.SG MASC κατήγορος ADJ 46
κατηγόρου GEN.SG NEUT κατήγορος ADJ 6
κατηγόρου AOR MID 2SG IND κατήγορος VERB 1