διδάϲκαλοϲ

Count: 29

NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN a teacher, master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC διδάσκαλος ADJ 11
διδάϲκαλοϲ PRES ACT 2SG IND διδάσκαλος VERB 2
διδάϲκαλοϲ PRF ACT 2SG IND διδάσκαλος VERB 2
διδάϲκαλοϲ NOM.SG FEM διδάσκαλος ADJ 1
διδάϲκαλοϲ AOR ACT NOM.SG MASC PTCP διδάσκαλος VERB 1
διδάϲκαλοϲ NOM.SG FEM διδάσκαλος NOUN 1
διδάϲκαλοϲ AOR ACT 2SG IND διδάσκαλος VERB 1
διδάϲκαλοϲ PRES ACT GEN.SG MASC PTCP διδάσκαλος VERB 1
διδάϲκαλοϲ IMPRF ACT 2SG IND διδάσκαλος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 719
διδάσκαλός NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 25
Διδάσκαλε NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάσκαλς NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
Διδάλης NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
Διδάσκαλος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδασκάλων NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
Διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάσκαΛος NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάχαλός NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 1