κατάπλασμα

Count: 29

NOM.SG NEUT κατάπλασμα NOUN plaster, poultice

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάπλασμα ACC.SG NEUT κατάπλασμα NOUN 43
κατάπλασμα NOM.PL NEUT κατάπλασμα ADJ 3
κατάπλασμα ACC.PL NEUT κατάπλασμα ADJ 2
κατάπλασμα ACC.SG NEUT κατάπλασμα ADJ 1
κατάπλασμα ACC.PL NEUT κατάπλασμα NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Κατάπλασμα NOM.SG NEUT κατάπλασμα NOUN 2
καταπλάϲμα NOM.SG NEUT κατάπλασμα NOUN 1