διαιρετῷ

Count: 30

DAT.SG MASC διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετῷ DAT.SG NEUT διαιρετός ADJ 3
διαιρετῷ DAT.SG MASC διαιρετός ADJ 2
διαιρετῷ DAT.SG NEUT διαιρετός NOUN 1