περίπατος

Count: 30

NOM.SG MASC περίπατος NOUN a walking about, walking

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περίπατος NOM.SG FEM περίπατος ADJ 3
περίπατος NOM.SG MASC περίπατος ADJ 3

Other Forms With Same Analysis

περίπατοϲ NOM.SG MASC περίπατος NOUN 4
Περίπατος NOM.SG MASC περίπατος NOUN 3
Περιπάτων NOM.SG MASC περίπατος NOUN 2
περῖπατος NOM.SG MASC περίπατος NOUN 1
περίπατός NOM.SG MASC περίπατος NOUN 1