ὀμφαλός

Count: 34

NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN the navel

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ὀμφαλός NOM.SG MASC ὀμφαλός ADJ 5
ὀμφαλός GEN.SG NEUT ὀμφαλός NOUN 1
ὀμφαλός NOM.SG FEM ὀμφαλός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ὀμφαλὸς NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 74
ὀμφαλόϲ NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 4
Ὀμφαλός NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 3
ὀμφαλὸϲ NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 2
Ὀμφαλὸς NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 2
Ὀμφαλόϲ NOM.SG MASC ὀμφαλός NOUN 1