πειρασμὸς

Count: 35

NOM.SG MASC πειρασμός NOUN trial, temptation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πειρασμός NOM.SG MASC πειρασμός NOUN 6
Πειρασμὸς NOM.SG MASC πειρασμός NOUN 3
Πειρασμός NOM.SG MASC πειρασμός NOUN 1