διέφθειρε

Count: 35

IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διέφθειρε AOR ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 220

Other Forms With Same Analysis

διέφθειρεν IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 43
διεφθάρκει IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 2
ἐφύλαζε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
ἐφύλατ IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρεσκε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διεφθείρατε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρει IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διέφθαρκε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διάφθειρε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διεφθειρεν IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1