κατάλογος

Count: 36

NOM.SG MASC κατάλογος NOUN an enrolment, register, list, catalogue

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Κατάλογος NOM.SG MASC κατάλογος NOUN 4
κατάλογός NOM.SG MASC κατάλογος NOUN 1
Κατάλογός NOM.SG MASC κατάλογος NOUN 1
Κατάλογοϲ NOM.SG MASC κατάλογος NOUN 1