Περιπατητικοὶ

Count: 37

NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN walking about while teaching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Περιπατητικοὶ NOM.PL MASC περιπατητικός ADJ 10
Περιπατητικοὶ VOC.PL MASC περιπατητικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Περιπατητικοί NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 16
Στωϊκοί NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 7
Στωϊκοῖ NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 1