διεφθαρμένος

Count: 37

PRF MID NOM.SG MASC PTCP διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συνδιεφθαρμένος PRF MID NOM.SG MASC PTCP διαφθείρω VERB 4
διεφθαρμένοϲ PRF MID NOM.SG MASC PTCP διαφθείρω VERB 2
διεφθαρμένος2 PRF MID NOM.SG MASC PTCP διαφθείρω VERB 1
παραπεποιημένος PRF MID NOM.SG MASC PTCP διαφθείρω VERB 1
Διεφθαρμένοϲ PRF MID NOM.SG MASC PTCP διαφθείρω VERB 1