στρατηλάτης

Count: 40

NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN a leader of an army, a general, commander

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στρατηλάτης NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ϲτρατηλάτα NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN 2
στρατηλάτας NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN 1
στρατηλάτης᾿ NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN 1
ϲτρατηλάτην NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN 1