κοινωνός

Count: 42

NOM.SG MASC κοινωνός NOUN a companion, partner

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κοινωνός NOM.SG FEM κοινωνός NOUN 6
κοινωνός GEN.SG MASC κοινωνός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

κοινωνὸς NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 151
συγκοινωνὸς NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 14
κοινωνὸϲ NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 1
|κοινωνὸς NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 1
κοινωνόϲ NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 1