κατάπλασμα

Count: 43

ACC.SG NEUT κατάπλασμα NOUN plaster, poultice

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάπλασμα NOM.SG NEUT κατάπλασμα NOUN 29
κατάπλασμα NOM.PL NEUT κατάπλασμα ADJ 3
κατάπλασμα ACC.PL NEUT κατάπλασμα ADJ 2
κατάπλασμα ACC.SG NEUT κατάπλασμα ADJ 1
κατάπλασμα ACC.PL NEUT κατάπλασμα NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Κατάπλασμα ACC.SG NEUT κατάπλασμα NOUN 5
κατάπλασμά ACC.SG NEUT κατάπλασμα NOUN 1
κατάπλαϲμα ACC.SG NEUT κατάπλασμα NOUN 1