διέφθειρεν

Count: 43

IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διέφθειρεν AOR ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 251

Other Forms With Same Analysis

διέφθειρε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 35
διεφθάρκει IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 2
ἐφύλαζε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
ἐφύλατ IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρεσκε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διεφθείρατε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρει IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διέφθαρκε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διάφθειρε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διεφθειρεν IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1