πλεονασμὸς

Count: 45

NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN superabundance, excess

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός ADJ 1
πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμὸς NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

πλεοναϲμὸϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 25
πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 14
πλεοναϲμῷ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 9
ἀναδιπλασιασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 8
Πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 2
πλεοναϲμόϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1
Πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1