μοναρχία

Count: 45

NOM.SG FEM μοναρχία NOUN the rule of one, monarchy, sovereignty

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μοναρχία NOM.DU FEM μοναρχία NOUN 3
μοναρχία NOM.SG NEUT μοναρχία NOUN 2
μοναρχία ACC.SG MASC μοναρχία NOUN 1
μοναρχία DAT.SG FEM μοναρχία NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

μουναρχίη NOM.SG FEM μοναρχία NOUN 2
Μοναρχία NOM.SG FEM μοναρχία NOUN 1