δικασταί

Count: 46

NOM.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικασταί VOC.PL MASC δικαστής NOUN 1,022

Other Forms With Same Analysis

δικασταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 185
δικαϲταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 6
δικαϲταί NOM.PL MASC δικαστής NOUN 6
δικαστ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 2
Δικαϲταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικασταί⌟ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 1