φυλακτήριον

Count: 47

ACC.SG NEUT φυλακτήριον NOUN a guarded post, a fort

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φυλακτήριον NOM.SG NEUT φυλακτήριον NOUN 28
φυλακτήριον NOM.SG NEUT φυλακτήριον ADJ 4
φυλακτήριον ACC.SG NEUT φυλακτήριον ADJ 4
φυλακτήριον ACC.SG FEM φυλακτήριον ADJ 2
φυλακτήριον ACC.SG MASC φυλακτήριον NOUN 1