σπόρος

Count: 49

NOM.SG MASC σπόρος NOUN a sowing

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σπόρος ACC.SG NEUT σπόρος NOUN 3
σπόρος NOM.SG NEUT σπόρος NOUN 1
σπόρος VOC.SG NEUT σπόρος NOUN 1
σπόρος NOM.SG MASC σπόρος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Σπόρος NOM.SG MASC σπόρος NOUN 4
Σπόροϲ NOM.SG MASC σπόρος NOUN 1