προστάξει

Count: 49

DAT.SG FEM πρόσταξις NOUN an ordaining, an ordinance, command

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

προστάξει AOR ACT 3SG SBJV πρόσταξις VERB 16
προστάξει FUT ACT 3SG IND πρόσταξις VERB 10
προστάξει INDECL πρόσταξις ADV 2
προστάξει PRES ACT INF πρόσταξις VERB 1
προστάξει FUT MID 2SG IND πρόσταξις VERB 1
προστάξει DAT.SG NEUT πρόσταξις NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

προϲτάξει DAT.SG FEM πρόσταξις NOUN 2
προτάξει DAT.SG FEM πρόσταξις NOUN 2