μεγαλοπρεπείας

Count: 50

GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN magnificence, elevation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεγαλοπρεπείας ACC.PL FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 3

Other Forms With Same Analysis

μεγαλειότητος GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 20
τιμιότητός GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 5
μεγαλειότητοϲ GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1