συνειστήκει

Count: 51

PLPRF ACT 3SG IND συνίστημι VERB to set together, combine, associate, unite, band together

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ξυνειστήκει PLPRF ACT 3SG IND συνίστημι VERB 6
συνεστήκει PLPRF ACT 3SG IND συνίστημι VERB 4
συνεστήκεε PLPRF ACT 3SG IND συνίστημι VERB 2
συνεστήκῌ PLPRF ACT 3SG IND συνίστημι VERB 1
ξυνίστη PLPRF ACT 3SG IND συνίστημι VERB 1
ξυνέστὴ PLPRF ACT 3SG IND συνίστημι VERB 1
συνεστηκίτα PLPRF ACT 3SG IND συνίστημι VERB 1