ὁπλίτης

Count: 53

NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN heavy-armed, armed

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ὁπλίτηϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 11
ὁπλίτας NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
Ὁπλίτας NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
ὁπλίτην NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
Ὁπλιϲτήϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
Ὁπλίτηϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
ὁπλίκορυϲτὴϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1