ἀπόστολός

Count: 54

NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN a messenger, ambassador, envoy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀπόστολός NOM.SG MASC ἀπόστολος ADJ 4

Other Forms With Same Analysis

ἀπόστολος NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 935
Ἀπόστολος NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 485
Ἀπόστολός NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 19
ἀποστόλων NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 4
᾿Απόστολος NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 4
<ἀπόστολος> NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 1
Ἀποστόλος NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 1
ἀπόστολος> NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 1
Άπόστολος NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 1
ἀπόστολοςʼ NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 1
Ἀπόστολί NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 1
άπόστολος NOM.SG MASC ἀπόστολος NOUN 1