ἐνιαυτός

Count: 57

NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN year

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐνιαυτός GEN.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 4
ἐνιαυτός NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

ἐνιαυτὸς NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 167
ἐνιαυτόϲ NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 11
ἐνιαυτὸϲ NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 3
Ἐνιαυτὸϲ NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 2
Ἐνιαυτὸς NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 1
οὑνιαυτὸς NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 1
Ἐνιαυτόϲ NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 1
Ἐνιαυτός NOM.SG MASC ἐνιαυτός NOUN 1