βάρβαρον

Count: 62

ACC.SG MASC βάρβαρος NOUN barbarous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

βάρβαρον ACC.SG MASC βάρβαρος ADJ 170
βάρβαρον NOM.SG NEUT βάρβαρος ADJ 93
βάρβαρον ACC.SG FEM βάρβαρος ADJ 87
βάρβαρον ACC.SG NEUT βάρβαρος ADJ 63
βάρβαρον ACC.SG FEM βάρβαρος NOUN 6
βάρβαρον NOM.SG NEUT βάρβαρος NOUN 3
βάρβαρον VOC.SG NEUT βάρβαρος ADJ 2
βάρβαρον COMP ACC.SG MASC βάρβαρος ADJ 1
βάρβαρον ACC.SG NEUT βάρβαρος NOUN 1
βάρβαρον ACC.SG NEUT βάρβαροs ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

βάρβαρα ACC.SG MASC βάρβαρος NOUN 2
θῆῤ ACC.SG MASC βάρβαρος NOUN 1
Βάρβαρα ACC.SG MASC βάρβαρος NOUN 1