ἀναθυμιάσεις

Count: 63

ACC.PL FEM ἀναθυμίασις NOUN rising invapour, exhalation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀναθυμιάσεις NOM.PL FEM ἀναθυμίασις NOUN 51
ἀναθυμιάσεις FUT ACT 2SG IND ἀναθυμίασις VERB 13
ἀναθυμιάσεις AOR ACT 2SG SBJV ἀναθυμίασις VERB 2
ἀναθυμιάσεις NOM.PL FEM ἀναθυμίασις ADJ 1
ἀναθυμιάσεις DAT.PL FEM ἀναθυμίασις NOUN 1