δημιουργοὶ

Count: 64

NOM.PL MASC δημιουργός NOUN one who works for the people, a skilled workman, handicraftsman

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δημιουργοὶ NOM.PL MASC δημιουργός ADJ 4
δημιουργοὶ NOM.PL FEM δημιουργός NOUN 2
δημιουργοὶ PRES ACT NOM.PL MASC PTCP δημιουργός VERB 2
δημιουργοὶ VOC.PL MASC δημιουργός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

δημιουργοί NOM.PL MASC δημιουργός NOUN 36
δημιοεργοὶ NOM.PL MASC δημιουργός NOUN 4
Δημιουργοί NOM.PL MASC δημιουργός NOUN 1