πραγματευόμενος

Count: 70

PRES MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB to busy oneself, take trouble

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πραγματευθείς PRES MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 1
πραγματευόμενός PRES MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 1
πραγματεθόμενος PRES MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 1
venit PRES MID NOM.SG MASC PTCP πραγματεύομαι VERB 1