διάστημά

Count: 74

NOM.SG NEUT διάστημα NOUN an interval

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάστημά ACC.SG NEUT διάστημα NOUN 36

Other Forms With Same Analysis

διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 805
Διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 7
διάστημ NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 3
διάστημʼ NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 2
<διάστημα> NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 1
διάστῆμα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 1