μεγαλοπρέπειαν

Count: 75

ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN magnificence, elevation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεγαλοπρέπειαν ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια ADJ 1
μεγαλοπρέπειαν ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

μεγαλειότητα ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 27
τιμιότητα ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 22
τιμιότητά ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 6
μεγαλοπρεπίαν ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1
  Μεγαλοπρέπειαν ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1
μεγαλοπρεπείην ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1
μεγαλειότητά ACC.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 1