σφοδρότης

Count: 79

NOM.SG FEM σφοδρότης NOUN vehemence, violence

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σφοδρότης NOM.SG MASC σφοδρότης NOUN 11
σφοδρότης GEN.SG FEM σφοδρότης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ϲφοδρότηϲ NOM.SG FEM σφοδρότης NOUN 2
σφοδρότητος NOM.SG FEM σφοδρότης NOUN 1
σφοδρότητά NOM.SG FEM σφοδρότης NOUN 1