συμφορά

Count: 79

NOM.SG FEM συμφορά NOUN an event, circumstance, misfortune, disaster

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συμφορά ACC.SG FEM συμφορά NOUN 2
συμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

συμφορὰ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 176
ξυμφορὴ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 15
συμφορὴ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 9
ξυμφορή NOM.SG FEM συμφορά NOUN 8
ξυμφορὰ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 8
ξυμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 6
συμφορή NOM.SG FEM συμφορά NOUN 5
ϲυμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 4
ϲυμφορὰ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 3
Συμφορὰ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 3
Συμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 2
συμφορ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 1
θεομηνία NOM.SG FEM συμφορά NOUN 1