κατήγορος

Count: 80

NOM.SG MASC κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήγορος NOM.SG MASC κατήγορος ADJ 137
κατήγορος NOM.SG FEM κατήγορος ADJ 5
κατήγορος NOM.SG FEM κατήγορος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

κατήγοροϲ NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 3
κατήγορός NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 2
κατγόρους NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 1