λογισμοὶ

Count: 85

NOM.PL MASC λογισμός NOUN a counting, reckoning, calculation, computation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λογισμοὶ VOC.PL MASC λογισμός NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

λογισμοί NOM.PL MASC λογισμός NOUN 27
>διαλογισμοὶ NOM.PL MASC λογισμός NOUN 2
Λογισμοὶ NOM.PL MASC λογισμός NOUN 2
λλογισμοί NOM.PL MASC λογισμός NOUN 1
λογισμοἰ NOM.PL MASC λογισμός NOUN 1