δριμύτητος

Count: 90

GEN.SG FEM δριμύτης NOUN pungency, keenness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δριμύτης GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 12
δριμύτητοϲ GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 8
δριμύτητός GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 5
δριμύτητόϲ GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 2
δριμύτηϲ GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 2