πραγματεύεσθαι

Count: 90

PRES MID INF πραγματεύομαι VERB to busy oneself, take trouble

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πραγματεύεϲθαι PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 2
πραγματεύσθαι PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 1
πραγματεύεσθαί PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 1
πραγμαεύεσθαι PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 1
πραγματεύεδθαι PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 1