πονηροί

Count: 91

NOM.PL MASC πονηρός ADJ toilsome, painful, grievous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πονηροί VOC.PL MASC πονηρός ADJ 1
πονηροί NOM.PL FEM πονηρός ADJ 1
πονηροί NOM.PL MASC πονηροus ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

πονηροὶ NOM.PL MASC πονηρός ADJ 253
Πονηροὶ NOM.PL MASC πονηρός ADJ 5
πονεροί NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1
πονηροῖ NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1
ἦσανπονηροὶ NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1
πονήροί NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1
>πονηροὶ NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1