σταθμὸς

Count: 96

NOM.SG MASC σταθμός NOUN a standing place, weight

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σταθμὸς GEN.SG MASC σταθμός NOUN 4
σταθμὸς GEN.SG FEM σταθμός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

σταθμός NOM.SG MASC σταθμός NOUN 25
ϲταθμὸϲ NOM.SG MASC σταθμός NOUN 5
Σταθμόϲ NOM.SG MASC σταθμός NOUN 2
ϲταθμόϲ NOM.SG MASC σταθμός NOUN 2
Σταθμά NOM.SG MASC σταθμός NOUN 1
Σταθμῶν NOM.SG MASC σταθμός NOUN 1
σταθμὸς> NOM.SG MASC σταθμός NOUN 1