δυνάστης

Count: 104

NOM.SG MASC δυνάστης NOUN a lord, master, ruler

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δυνάστης GEN.SG FEM δυνάστης NOUN 3
δυνάστης NOM.SG FEM δυνάστης NOUN 1
δυνάστης ACC.PL MASC δυνάστης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δυνάστας NOM.SG MASC δυνάστης NOUN 3
Δυνάστας NOM.SG MASC δυνάστης NOUN 1
Rege NOM.SG MASC δυνάστης NOUN 1
δυνάστῃς NOM.SG MASC δυνάστης NOUN 1
Δυνάστης NOM.SG MASC δυνάστης NOUN 1