γελαστικὸν

Count: 106

NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ inclined to laugh

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γελαστικὸν ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 23
γελαστικὸν ACC.SG MASC γελαστικός ADJ 17

Other Forms With Same Analysis

γελαστικόν NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 106
γελαστικόν᾿ NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 4
γελαστικ NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 1