γελαστικόν

Count: 106

NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ inclined to laugh

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γελαστικόν ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 16
γελαστικόν ACC.SG MASC γελαστικός ADJ 6
γελαστικόν PRES ACT 3SG IND γελαστικός VERB 1

Other Forms With Same Analysis

γελαστικὸν NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 106
γελαστικόν᾿ NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 4
γελαστικ NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 1