δικαιώματά

Count: 112

ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN an act by which wrong is set right

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαιώματά NOM.PL NEUT δικαίωμα NOUN 14

Other Forms With Same Analysis

δικαιώματα ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 174
δικαιωτήρια ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 19
Δικαιώματα ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 2
δικαιῶματά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιάματά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιώματαά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιωματα ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιώματὰ ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1