φυσική

Count: 129

NOM.SG FEM φυσικός ADJ natural, native

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φυσική NOM.PL NEUT φυσικός ADJ 14
φυσική ACC.PL NEUT φυσικός ADJ 5
φυσική NOM.SG FEM φυσικός NOUN 3
φυσική ACC.SG FEM φυσικός ADJ 1
φυσική PRES ACT 2SG IMP φυσικός VERB 1
φυσική NOM.SG FEM φυσικus ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

φυσικὴ NOM.SG FEM φυσικός ADJ 322
Φυσικὴ NOM.SG FEM φυσικός ADJ 6
φυϲικὴ NOM.SG FEM φυσικός ADJ 4
φυσικὰ NOM.SG FEM φυσικός ADJ 3
φυϲική NOM.SG FEM φυσικός ADJ 3
φυσικά NOM.SG FEM φυσικός ADJ 2
φυσικἤ NOM.SG FEM φυσικός ADJ 1
φυσικ NOM.SG FEM φυσικός ADJ 1
φυσικω NOM.SG FEM φυσικός ADJ 1
Φυσική NOM.SG FEM φυσικός ADJ 1